κυμβάλου

κυμβάλου
κύμβαλον
cymbal
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • MYSTERIUM — Graeca vox, paganis olim frequens, nec Scripturis Patribusque ignota. Origo nominis Hebraica, satar enim eccultare est: Mistar, aut Mister est res obscondita, secretum. Graeci Grammatici etymon varie explicant, Μυεῖν est arcanam doctrinam tradere …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PANTOMIMUS — Graece Παντόμιμος, in vett. Glossis notare Histrionem dicitur: l. 27. ff. de oper. libert. qui scenicis ludis operam navat: Luciano Παντόμιμοι iidem sunt, qui ὀρχηςταὶ, i. e. saltatores. Vide cum περὶ ὀρχήσεως. Sed priusquam οἰ ὀρχηςταὶ se a… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TYMPANUM — I. TYMPANUM a τύπτω, i. e. percutio, quale fuerit, antiqua numismata indicant, in quorum aversa parte Cybele Mater Deûm Tympanum in sinu gerit, vel eidem innititur. Ex im ie descripsit Plinius de margaritis agens, l. 9. c. 35. Quibus una tantum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κυμβάλισμα — κυμβάλισμα, τὸ (Α) [κυμβαλίζω] επιγρ. η κρούση τού κυμβάλου, καθώς και ο ήχος που προέρχεται από αυτήν …   Dictionary of Greek

  • κυμβαλισμός — ο (Α κυμβαλισμός) [κυμβαλίζω] το να παίζει κάποιος το κύμβαλο, η ανάκρουση τού κυμβάλου …   Dictionary of Greek

  • κυμβαλιστής — ο, θηλ. κυμβαλίστρια (Α κυμβαλιστής, θηλ. κυμβαλίστρια) [κυμβαλίζω] αυτός που κρούει κύμβαλο, παίκτης κυμβάλου …   Dictionary of Greek

  • κυμβαλώδης — κυμβαλώδης, ῶδες (Α) αυτός που έχει σχήμα κυμβάλου, όμοιος με κύμβαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβαλον + κατάλ. ώδης] …   Dictionary of Greek

  • λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… …   Dictionary of Greek

  • οξύβαφον — ὀξύβαφον και ὀξόβαφον, τὸ (Α) 1. μικρό δοχείο για το ξίδι, αγγείο ξιδιού, ξιδερό 2. είδος μικρού πήλινου ποτηριού 3. μονάδα μέτρησης, ισοδύναμη με το 1/4 τής κοτύλης, περίπου 1/8 τής λίτρας 4. μικρό είδος κυμβάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» +… …   Dictionary of Greek

  • τάσι — το, Ν 1. μεταλλικό πλατύστομο κύπελλο με το οποίο πίνεται νερό ή άλλο ποτό («η μια κερνάει με το γυαλί... κι η τρίτη η καλύτερη μ ένα ασημένιο τάσι», δημ. τραγούδι) 2. ο μεταλικός δίσκος ζυγαριάς 3. σταχτοδοχείο 4. τεχνολ. μεταλλικό διακοσμητικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”